κοντόφθαλμος — η, ο 1. μύωπας. 2. αυτός που έχει περιορισμένη αντίληψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λημώ — (Α λημῶ, άω) [λήμη] έχω λήμες, τσίμπλες στα μάτια αρχ. (κυριολ. και μτφ.) είμαι μισότυφλος από τις τσίμπλες, είμαι μύωπας, είμαι κοντόφθαλμος (α. «εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις» αν δεν έχεις τσίμπλες σαν κολοκύθες, Αριστοφ. β. «λημῶ Κρονικαῑς λήμαις»… … Dictionary of Greek
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κοντόβλεπος — η, ο (κυριολ. και μτφ.) κοντόφθαλμος, κοντόθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βλεπος (από θ. βλέπ τού βλέπω), πρβλ. γοργό βλεπος] … Dictionary of Greek
κοντόματος — η, ο μύωπας, κοντόφθαλμος, κοντόθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκό ματος, μονό ματος] … Dictionary of Greek
μεγαλόφθαλμος — η, ο (ΑM μεγαλόφθαλμος, ον) αυτός που έχει μεγάλους οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος)] … Dictionary of Greek
μυωπίας — μυωπίας, ὁ (ΑΜ) μύωπας, κοντόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, ωπος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. οξυωπ ίας)] … Dictionary of Greek
μύωπα — και μύωψ, ο (ΑΜ μύωψ) αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, αλλά που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
σιπαλός — ή, όν, ΜΑ 1. μύωπας, κοντόφθαλμος 2. δύσμορφος, άσχημος 3. (κατά τον Ζωναρ.) «χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος» 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάργεμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με σιφλός* και εμφανίζει επίθημα αλός* (πρβλ. απ αλός)] … Dictionary of Greek